- όμουρος
- ὅμουρος, -ον (Α)ιων. τ. βλ. όμορος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὅμουρος — ὅμορος having the same borders with masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόμουρος — ον, Α ιων. τ. όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὅμουρος, ιων. τ. τού ὅμορος «γειτονικός»] … Dictionary of Greek
όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… … Dictionary of Greek